- επαισθητός
- η , ό[ν] осязаемый, ощутимый, чувствительный, заметный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαισθητός — ή, ό(ν) 1. αυτός που γίνεται αισθητός, αντιληπτός με τις αισθήσεις 2. αξιοσημείωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστ. Α. Σίμο] … Dictionary of Greek
ευεπαίσθητος — εὐεπαίσθητος, ον (Α) ο ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αισθητός (< επ αισθάνομαι), πρβλ. αν επαίσθητος] … Dictionary of Greek